Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μείλιχμα
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχόφωνος
μειλιχώδης
μεῖξις
μεῖον1
μεῖον2
μεῖον3
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειόνως
μειοπυρεξία
μειότης
μειουρία
μειόφρων
View word page
μεῖον1
μεῖον
(A),
ονος
,
τό
, neut. of
μείων
(q.v.).
ShortDef
lamb
Debugging
Headword:
μεῖον1
Headword (normalized):
μεῖον
Headword (normalized/stripped):
μειον1
IDX:
65726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65727
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεῖον</span> (A), <span class="itype greek">ονος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, neut. of <span class="foreign greek">μείων</span> (q.v.).</div><br><br>'}