Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειλίχιος
μείλιχμα
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχόφωνος
μειλιχώδης
μεῖξις
μεῖον1
μεῖον2
μεῖον3
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειόνως
μειοπυρεξία
μειότης
μειουρία
View word page
μεῖξις
μεῖξις, μειξοβάρβαρος, μείξοφρυς,
A). v. μίξις , etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖξις
Headword (normalized):
μεῖξις
Headword (normalized/stripped):
μειξις
IDX:
65725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65726
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεῖξις</span>, <span class="orth greek">μειξοβάρβαρος</span>, <span class="orth greek">μείξοφρυς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μίξις</span> , etc.</div> </div><br><br>'}