Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλίχιος
μείλιχμα
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχόφωνος
μειλιχώδης
μεῖξις
μεῖον1
μεῖον2
μεῖον3
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειόνως
μειοπυρεξία
View word page
μειλιχόφωνος
μειλῐχόφωνος,
A). v. μελλιχόφωνος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειλιχόφωνος
Headword (normalized):
μειλιχόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μειλιχοφωνος
IDX:
65723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειλῐχόφωνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μελλιχόφωνος</span> .</div> </div><br><br>'}