Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μείλιον
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
μειλίχιος
μείλιχμα
μειλιχόβουλος
μειλιχόγηρυς
μειλιχόδωρος
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχόφωνος
μειλιχώδης
μεῖξις
μεῖον1
μεῖον2
μεῖον3
μειονεκτέω
μειονεκτικός
View word page
μειλιχόθυμος
μειλῐχό-θῡμος, ον,
A). gentle-hearted, BCH 23.302 (Termessus).


ShortDef

gentle-hearted

Debugging

Headword:
μειλιχόθυμος
Headword (normalized):
μειλιχόθυμος
Headword (normalized/stripped):
μειλιχοθυμος
IDX:
65720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειλῐχό-θῡμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gentle-hearted</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 23.302 </span> (Termessus).</div> </div><br><br>'}