Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
μείλγμα
μειλικτήριος
μειλικτικός
μειλικτός
μείλικτρα
μειλίνεος
Μειλινόη
μείλινος
μείλιξις
μείλιον
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
μειλιχιεῖον
View word page
μειλικτός
μειλικ-τός, , όν, only in Lyr.Alex.Adesp. 35.8 ( Mesom.(?)) μύθους μειλικτοὺς ἀνδρῶν ἔργοις, perh.
A). mingled (cf. ἀμείλικτον· ἄμικτον, Hsch.).


ShortDef

mingled

Debugging

Headword:
μειλικτός
Headword (normalized):
μειλικτός
Headword (normalized/stripped):
μειλικτος
IDX:
65704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειλικ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, only in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Alex.Adesp.</span> 35.8 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mesom.</span></span>(?)) <span class="foreign greek">μύθους μειλικτοὺς ἀνδρῶν ἔργοις</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mingled</span> (cf. <span class="foreign greek">ἀμείλικτον· ἄμικτον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>).</div> </div><br><br>'}