Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
μείλγμα
μειλικτήριος
μειλικτικός
μειλικτός
μείλικτρα
μειλίνεος
Μειλινόη
μείλινος
μείλιξις
μείλιον
μειλίσσω
μειλίχη
μειλιχία
View word page
μειλικτικός
μειλικ-τικός, , όν, = foreg. Adv.-κῶς Sch. Ar. Pl. 233 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειλικτικός
Headword (normalized):
μειλικτικός
Headword (normalized/stripped):
μειλικτικος
IDX:
65703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειλικ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = foreg. Adv.-<span class="foreign greek">κῶς</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:233" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:233/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pl.</span> 233 </a>.</div><br><br>'}