Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
μείλγμα
μειλικτήριος
μειλικτικός
μειλικτός
μείλικτρα
μειλίνεος
Μειλινόη
μείλινος
μείλιξις
View word page
μεῖλαξ
μεῖλαξ, ακος, ,
A). = λειμών, παράδεισος , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖλαξ
Headword (normalized):
μεῖλαξ
Headword (normalized/stripped):
μειλαξ
IDX:
65699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεῖλαξ</span>, <span class="itype greek">ακος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λειμών, παράδεισος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}