Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
μείλγμα
μειλικτήριος
μειλικτικός
μειλικτός
μείλικτρα
μειλίνεος
Μειλινόη
View word page
μειζόνως
μειζόν-ως, μειζότερος, μείζων,
A). v. μέγας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειζόνως
Headword (normalized):
μειζόνως
Headword (normalized/stripped):
μειζονως
IDX:
65697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειζόν-ως</span>, <span class="orth greek">μειζότερος</span>, <span class="orth greek">μείζων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέγας</span> .</div> </div><br><br>'}