Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
μείλγμα
μειλικτήριος
μειλικτικός
View word page
μεῖδος
μεῖδος· γέλως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖδος
Headword (normalized):
μεῖδος
Headword (normalized/stripped):
μειδος
IDX:
65693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεῖδος·</span> <span class="foreign greek">γέλως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}