Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειαγωγός
μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
μείλγμα
μειλικτήριος
View word page
μειδιάω
μειδι-άω,
A). v. μειδάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειδιάω
Headword (normalized):
μειδιάω
Headword (normalized/stripped):
μειδιαω
IDX:
65692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65693
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειδι-άω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μειδάω</span> .</div> </div><br><br>'}