Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
μείλια
View word page
μειδιασμός
μειδι-ασμός, , Poll.l.c., Sch. Ar. Pl. 165 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειδιασμός
Headword (normalized):
μειδιασμός
Headword (normalized/stripped):
μειδιασμος
IDX:
65690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65691
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειδι-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Poll.l.c., Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:165" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:165/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pl.</span> 165 </a>.</div><br><br>'}