Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθυχάρμων
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
μειζονότης
μειζόνως
μείης
μεῖλαξ
View word page
μειδίασμα
μειδί-ασμα, ατος, τό, Hsch.:


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μειδίασμα
Headword (normalized):
μειδίασμα
Headword (normalized/stripped):
μειδιασμα
IDX:
65689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειδί-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:</div><br><br>'}