Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθύστρια
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
μειζονάκις
μειζονία
View word page
μειδάμων
μειδ-άμων [ᾱ],,
A). smiling, Hymn.Is. 147 .


ShortDef

smiling

Debugging

Headword:
μειδάμων
Headword (normalized):
μειδάμων
Headword (normalized/stripped):
μειδαμων
IDX:
65685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65686
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειδ-άμων</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smiling,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hymn.Is.</span> 147 </span>.</div> </div><br><br>'}