Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθυστής
μεθυστικός
μεθύστρια
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδίασμα
μειδιασμός
μειδιαστικός
μειδιάω
μεῖδος
View word page
μεῖγμα
μεῖγμα,
A). v. μίγμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖγμα
Headword (normalized):
μεῖγμα
Headword (normalized/stripped):
μειγμα
IDX:
65683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεῖγμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μίγμα</span> .</div> </div><br><br>'}