Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθύστρια
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μεῖγμα
μείγνυμι
μειδάμων
View word page
μεθύστρια
μεθ-ύστρια, , fem. of μεθυστής, Theopomp.Com. 93 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθύστρια
Headword (normalized):
μεθύστρια
Headword (normalized/stripped):
μεθυστρια
IDX:
65675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθ-ύστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">μεθυστής</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0513.tlg001:93" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0513.tlg001:93/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theopomp.Com.</span> 93 </a>.</div><br><br>'}