Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μεθύσης
μεθύσιον
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθύστρια
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
μειαγωγέω
View word page
μεθυστάς
μεθυστάς, άδος, fem.,
A). drunken: metaph., μεθυστάδες γάμων Trag.Adesp. 238 .


ShortDef

drunken

Debugging

Headword:
μεθυστάς
Headword (normalized):
μεθυστάς
Headword (normalized/stripped):
μεθυστας
IDX:
65671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65672
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθυστάς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, fem., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drunken</span>: metaph., <span class="quote greek">μεθυστάδες γάμων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 238 </span> .</div> </div><br><br>'}