Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθυποστρέψιμος
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μεθύσης
μεθύσιον
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθύστρια
μεθυσφαλέω
μεθυσφαλής
μεθυτρόφος
μεθυχάρμων
μεθύω
View word page
μεθυσοχάρυβδις
μεθῠσοχάρυβδις [ᾰ],,
A). wine-charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp. 1077 .


ShortDef

wine-charybdis

Debugging

Headword:
μεθυσοχάρυβδις
Headword (normalized):
μεθυσοχάρυβδις
Headword (normalized/stripped):
μεθυσοχαρυβδις
IDX:
65670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθῠσοχάρυβδις</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wine-charybdis</span>, nickname for a drunken woman, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1077 </span>.</div> </div><br><br>'}