Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυποστρέψιμος
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μεθύσης
μεθύσιον
μέθυσις
μεθύσκω
μέθυσμα
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθυσοχάρυβδις
μεθυστάς
μεθύστερος
μεθυστής
μεθυστικός
μεθύστρια
View word page
μέθυσις
μέθῠσις, εως, ,
A). drunkenness, Thgn. 838 .


ShortDef

drunkenness

Debugging

Headword:
μέθυσις
Headword (normalized):
μέθυσις
Headword (normalized/stripped):
μεθυσις
IDX:
65665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέθῠσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drunkenness</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 838 </span>.</div> </div><br><br>'}