Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθῠ
μεθυδότης
μεθυδριάς
μεθυδρίδες
μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθύμνιον
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυποστρέψιμος
μεθυπόστρωσις
μεθυποχώρησις
μεθύσης
μεθύσιον
View word page
μεθύμνιον
μεθ-ύμνιον· τὸ μετὰ τὸν ὕμνον, ἢ ἡ μετὰ μέθης ᾠδή, Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθύμνιον
Headword (normalized):
μεθύμνιον
Headword (normalized/stripped):
μεθυμνιον
IDX:
65654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65655
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθ-ύμνιον·</span> <span class="foreign greek">τὸ μετὰ τὸν ὕμνον, ἢ ἡ μετὰ μέθης ᾠδή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}