Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεθόπιον
μεθόωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθῠ
μεθυδότης
μεθυδριάς
μεθυδρίδες
μεθύδριον
μεθυδώτης
μεθυμναῖος
μεθύμνιον
μεθυπάρχω
μεθυπερβατῶς
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μεθυποδέομαι
μεθυποστρέψιμος
View word page
μεθυδρίδες
μεθ-υδρίδες
,
αἱ
, kind of small birds,
Hsch.
(-
υθρ
- cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθυδρίδες
Headword (normalized):
μεθυδρίδες
Headword (normalized/stripped):
μεθυδριδες
IDX:
65650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθ-υδρίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, kind of small birds, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (-<span class="itype greek">υθρ</span>- cod.).</div><br><br>'}