Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεθοδικός
μεθόδιον
μεθοδίτης
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπιον
μεθόωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μέθῠ
μεθυδότης
μεθυδριάς
μεθυδρίδες
μεθύδριον
μεθυδώτης
View word page
μεθορίζω
μεθορίζω·
A).
determino,
Gloss.
:
μεθορίζει· μετέχει
,
Hsch.
ShortDef
determino
Debugging
Headword:
μεθορίζω
Headword (normalized):
μεθορίζω
Headword (normalized/stripped):
μεθοριζω
IDX:
65642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65643
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθορίζω·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">determino,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span></span>: <span class="foreign greek">μεθορίζει· μετέχει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}