Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέθλην
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μεθόδιον
μεθοδίτης
μέθοδος
μεθολκή
μεθομήρεος
μεθομιλέω
μεθομοίωσις
μεθόπιον
μεθόωρον
μεθορίζω
μεθόριος
μεθορκόω
View word page
μεθοδίτης
μεθοδ-ίτης, ου, ,
A). = τεχνίτης (nisi leg.-ευτής), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθοδίτης
Headword (normalized):
μεθοδίτης
Headword (normalized/stripped):
μεθοδιτης
IDX:
65634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθοδ-ίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τεχνίτης</span> (nisi leg.-<span class="itype greek">ευτής</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}