Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μεθίδρυσις
μεθιζάνω
μεθίημι
μεθιππεύω
μεθίπταμαι
μεθιστάνω
μεθίστημι
μέθλην
μεθοδεία
μεθόδευμα
μεθοδευτέον
μεθοδευτής
μεθοδευτικός
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μεθοδικός
μεθόδιον
μεθοδίτης
View word page
μέθλην
μέθλην· τὸν ἄρνα, Hsch. μεθλίτης, μεθιδρ-άριος,
A). v. μεθελίτης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέθλην
Headword (normalized):
μέθλην
Headword (normalized/stripped):
μεθλην
IDX:
65624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέθλην·</span> <span class="foreign greek">τὸν ἄρνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μεθλίτης</span>, <span class="orth greek">μεθιδρ-άριος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεθελίτης</span> .</div> </div><br><br>'}