Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθαμέριος
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθέλεσκε
μεθελίτης
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθερπύζω
μεθέρπω
View word page
μεθελίτης
μεθελίτης, dub. sens. in PKlein.Form. 21 (vi A. D.):—also μεθλίτης, ib. 674 ; hence μεθλιτάριος, Sammelb. 4858.8 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθελίτης
Headword (normalized):
μεθελίτης
Headword (normalized/stripped):
μεθελιτης
IDX:
65595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65596
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθελίτης</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PKlein.Form.</span> 21 </span> (vi A. D.):—also <span class="orth greek">μεθλίτης</span>, ib.<span class="bibl"> 674 </span>; hence <span class="orth greek">μεθλιτάριος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4858.8 </span> (vi A. D.).</div><br><br>'}