Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεθάμερα
μεθαμέριος
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθέλεσκε
μεθελίτης
μεθελκυστέον
μεθέλκω
μεθέμεν
μέθεξις
μεθέορτος
μεθέπω
μεθερμηνευτικός
μεθερμηνεύω
μεθερπύζω
View word page
μεθέλεσκε
μεθέλεσκε,
A). v. μεθαιρέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεθέλεσκε
Headword (normalized):
μεθέλεσκε
Headword (normalized/stripped):
μεθελεσκε
IDX:
65594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθέλεσκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεθαιρέω</span> .</div> </div><br><br>'}