Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεδέων
μεδιμναῖος
μέδιμνος
μέδος
μέδω
μέζεα
μέζων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθαμέριος
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
μεθεκτικός
μεθεκτός
μεθέλεσκε
μεθελίτης
View word page
μεθαμέριος
μεθᾱμέριος
, Dor. for
μεθημέριος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθαμέριος
Headword (normalized):
μεθαμέριος
Headword (normalized/stripped):
μεθαμεριος
IDX:
65585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65586
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεθᾱμέριος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">μεθημέριος</span>.</div><br><br>'}