μεθαιρέω, only in Ep. aor. 2 (iterat.)
μεθέλεσκον (v. infr.):—
A). catch in turn, of a game at ball,[
σφαῖραν] ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω· ὁ δ’ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ’ ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε, πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι Od. 8.376 .