Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγιστότιμος
Μεγιστώ
μεγύτης
μέδεα
μεδέων
μεδιμναῖος
μέδιμνος
μέδος
μέδω
μέζεα
μέζων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθάμερα
μεθαμέριος
μεθάπτομαι
μεθαρμογή
μεθαρμόζω
μεθάρμοσις
μεθεδράζω
μεθεκτέον
View word page
μέζων
μέζων, μεζόνως,
A). v. μέγας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέζων
Headword (normalized):
μέζων
Headword (normalized/stripped):
μεζων
IDX:
65581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέζων</span>, <span class="orth greek">μεζόνως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέγας</span> .</div> </div><br><br>'}