Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγάτολμος
μεγαυχής
μεγαύχητος
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθόω
μεγεθύνω
μεγήριτος
μεγιστάν
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
μεγιστόπολις
μεγιστόσωμος
μεγιστότιμος
Μεγιστώ
View word page
μεγεθόω
μεγεθ-όω, in Pass., v.-όομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγεθόω
Headword (normalized):
μεγεθόω
Headword (normalized/stripped):
μεγεθοω
IDX:
65562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγεθ-όω</span>, in Pass., v.-<span class="itype greek">όομαι</span>.</div><br><br>'}