Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγάσυρνος
μεγασχϊδής
μεγάτιμος
μεγάτολμος
μεγαυχής
μεγαύχητος
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
μεγεθουργία
μεγεθόω
μεγεθύνω
μεγήριτος
μεγιστάν
μεγιστεύω
μεγιστοάνασσα
μεγιστοπάτωρ
μεγιστόπολις
View word page
μεγεθοποιός
μεγεθο-ποιός, όν,
A). productive of sublimity, ῥυθμοί Longin. 39.4 .


ShortDef

productive of sublimity

Debugging

Headword:
μεγεθοποιός
Headword (normalized):
μεγεθοποιός
Headword (normalized/stripped):
μεγεθοποιος
IDX:
65559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65560
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγεθο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">productive of sublimity</span>, <span class="quote greek">ῥυθμοί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 39.4 </span> .</div> </div><br><br>'}