Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασθενής
μεγάσυρνος
μεγασχϊδής
μεγάτιμος
μεγάτολμος
μεγαυχής
μεγαύχητος
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
μέγεθος
View word page
μεγασχϊδής
μεγα-σχϊδής, ές,
A). with a great cleft, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγασχϊδής
Headword (normalized):
μεγασχϊδής
Headword (normalized/stripped):
μεγασχιδης
IDX:
65550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65551
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγα-σχϊδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a great cleft</span>, Id.</div> </div><br><br>'}