Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μεγαρικός
Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασθενής
μεγάσυρνος
μεγασχϊδής
μεγάτιμος
μεγάτολμος
μεγαυχής
μεγαύχητος
μεγεθικός
μεγεθόομαι
μεγεθοποιέω
μεγεθοποίησις
μεγεθοποιός
View word page
μεγάσυρνος
μεγά-συρνος, kind of grape grown at Cnidus, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγάσυρνος
Headword (normalized):
μεγάσυρνος
Headword (normalized/stripped):
μεγασυρνος
IDX:
65549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγά-συρνος</span>, kind of grape grown at Cnidus, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}