Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μέγαρα
Μεγαρεύς
Μεγαρίζω
Μεγαρικός
Μεγαριστί
Μεγαρόθεν
Μεγαροῖ
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγαρσις
μεγαρτός
μέγας
μεγασθενής
μεγάσυρνος
μεγασχϊδής
μεγάτιμος
μεγάτολμος
μεγαυχής
μεγαύχητος
μεγεθικός
μεγεθόομαι
View word page
μεγαρτός
μεγαρ-τός, , όν,
A). envious, Id.


ShortDef

envious

Debugging

Headword:
μεγαρτός
Headword (normalized):
μεγαρτός
Headword (normalized/stripped):
μεγαρτος
IDX:
65546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγαρ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">envious</span>, Id.</div> </div><br><br>'}