Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλοψόφητος
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώδυνος
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
μεγαλωφελής
μεγάμυκος
μεγάνωρ
Μέγαρα
View word page
μεγαλώδυνος
μεγᾰλ-ώδῠνος, ον,
A). gloss on ἐριώδυνος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλώδυνος
Headword (normalized):
μεγαλώδυνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωδυνος
IDX:
65526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλ-ώδῠνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐριώδυνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}