Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνέω
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλοψόφητος
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώδυνος
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
μεγαλωπός
μεγάλως
μεγαλωστί
μεγαλωσύνη
View word page
μεγαλοψυχέω
μεγᾰλο-ψῡχέω,
A). to be generous, Hsch. s.v. δαψιλέστατος .


ShortDef

to be generous

Debugging

Headword:
μεγαλοψυχέω
Headword (normalized):
μεγαλοψυχέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοψυχεω
IDX:
65522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-ψῡχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be generous</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">δαψιλέστατος</span> .</div> </div><br><br>'}