Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνέω
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλοψόφητος
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
μεγαλώδυνος
μεγάλωμα
μεγαλώνυμος
View word page
μεγαλόχαρτος
μεγᾰλό-χαρτος, ον,
A). greatly rejoiced over, gloss on μεγήριτος , Hsch.


ShortDef

greatly rejoiced over

Debugging

Headword:
μεγαλόχαρτος
Headword (normalized):
μεγαλόχαρτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοχαρτος
IDX:
65518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65519
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-χαρτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">greatly rejoiced over</span>, gloss on <span class="ref greek">μεγήριτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}