Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεγαλοφεγγής
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνέω
μεγαλοφωνία
μεγαλόφωνος
μεγαλόχαρτος
μεγαλοχάσμων
μεγαλοψόφητος
μεγαλόψοφος
μεγαλοψυχέω
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος
μεγαλύνω
View word page
μεγαλοφωνέω
μεγᾰλο-φωνέω
, part.-
φωνῶν
f.l. in
Phot.
A).
s.v.
ἱεροφωνῶν
(leg.-
φώνων
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεγαλοφωνέω
Headword (normalized):
μεγαλοφωνέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφωνεω
IDX:
65515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65516
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-φωνέω</span>, part.-<span class="foreign greek">φωνῶν</span> f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ἱεροφωνῶν</span> (leg.-<span class="foreign greek">φώνων</span>).</div> </div><br><br>'}