Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλουργέω
μεγαλουχία
μεγαλοῦχος
μεγαλοφανής
μεγαλοφαρής
μεγαλοφεγγής
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
View word page
μεγαλοφαρής
μεγᾰλο-φαρής, ές,
A). gloss on βυσσοφαρής , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλοφαρής
Headword (normalized):
μεγαλοφαρής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφαρης
IDX:
65504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-φαρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">βυσσοφαρής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}