Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλουργέω
μεγαλουχία
μεγαλοῦχος
μεγαλοφανής
μεγαλοφαρής
μεγαλοφεγγής
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
View word page
μεγαλουχία
μεγᾰλ-ουχία· μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλουχία
Headword (normalized):
μεγαλουχία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλουχια
IDX:
65501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλ-ουχία·</span> <span class="foreign greek">μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}