Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλουργέω
μεγαλουχία
μεγαλοῦχος
μεγαλοφανής
μεγαλοφαρής
μεγαλοφεγγής
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
View word page
μεγαλοτράχηλος
μεγᾰλο-τράχηλος [τρᾰ],,
A). large-necked, gloss on ἐριαύχην , ib. 142.12 .


ShortDef

large-necked

Debugging

Headword:
μεγαλοτράχηλος
Headword (normalized):
μεγαλοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοτραχηλος
IDX:
65499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65500
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-τράχηλος</span> [<span class="foreign greek">τρᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">large-necked</span>, gloss on <span class="ref greek">ἐριαύχην</span> , ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:142:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:142.12/canonical-url/"> 142.12 </a>.</div> </div><br><br>'}