Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλουργέω
μεγαλουχία
μεγαλοῦχος
μεγαλοφανής
μεγαλοφαρής
μεγαλοφεγγής
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
View word page
μεγαλότοξος
μεγᾰλό-τοξος, ον,
A). with large bow, gloss on ἄβιοι , EM 3.23 .


ShortDef

with large bow

Debugging

Headword:
μεγαλότοξος
Headword (normalized):
μεγαλότοξος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοτοξος
IDX:
65498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-τοξος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large bow</span>, gloss on <span class="ref greek">ἄβιοι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:3:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:3.23/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 3.23 </a>.</div> </div><br><br>'}