Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
μεγαλόστηθος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλουργέω
View word page
μεγαλόσφυκτος
μεγᾰλό-σφυκτος, ον,
A). with a large pulse, Gal. 2.387 , 412 , 8.710 .


ShortDef

with a large pulse

Debugging

Headword:
μεγαλόσφυκτος
Headword (normalized):
μεγαλόσφυκτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσφυκτος
IDX:
65490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65491
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-σφυκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a large pulse</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.387 </span>,<span class="bibl"> 412 </span>,<span class="bibl"> 8.710 </span>.</div> </div><br><br>'}