Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
μεγαλόστηθος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
View word page
μεγαλόστομος
μεγᾰλό-στομος, ον,
A). with large mouth, Arist. PA 662a25 .


ShortDef

with large mouth

Debugging

Headword:
μεγαλόστομος
Headword (normalized):
μεγαλόστομος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοστομος
IDX:
65488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-στομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large mouth</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg030:662a:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg030:662a.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">PA</span> 662a25 </a>.</div> </div><br><br>'}