Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
μεγαλόστηθος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
μεγαλότεχνος
μεγαλότης
μεγαλότιμος
View word page
μεγαλόστερνος
μεγᾰλό-στερνος, ον,
A). broad-chested, Philostr. Gym. 39 .


ShortDef

broad-chested

Debugging

Headword:
μεγαλόστερνος
Headword (normalized):
μεγαλόστερνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοστερνος
IDX:
65486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-στερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">broad-chested</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg007:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg007:39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gym.</span> 39 </a>.</div> </div><br><br>'}