Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
μεγαλόστηθος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλόσωμος
View word page
μεγαλοστάφυλος
μεγᾰλο-στάφῠλος [στᾰ],,
A). gloss on ἐριστάφυλος , Sch. D Od. 9.358 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλοστάφυλος
Headword (normalized):
μεγαλοστάφυλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσταφυλος
IDX:
65483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-στάφῠλος</span> [<span class="foreign greek">στᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐριστάφυλος</span> , Sch. D <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:9:358" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:9.358/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 9.358 </a>.</div> </div><br><br>'}