Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
μεγαλόστηθος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
View word page
μεγαλόσκιος
μεγᾰλό-σκῐος, ον,
A). gloss on δάσκιος , EM 248.51 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλόσκιος
Headword (normalized):
μεγαλόσκιος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσκιος
IDX:
65479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-σκῐος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δάσκιος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:248:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:248.51/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 248.51 </a>.</div> </div><br><br>'}