Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
μεγαλόστηθος
View word page
μεγαλόσαρκος
μεγᾰλό-σαρκος, ον,
A). great of flesh, LXX Ez. 16.26 .


ShortDef

great of flesh

Debugging

Headword:
μεγαλόσαρκος
Headword (normalized):
μεγαλόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσαρκος
IDX:
65477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65478
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-σαρκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">great of flesh</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg053:16:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg053:16.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 16.26 </a>.</div> </div><br><br>'}