Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
μεγαλόστερνος
View word page
μεγάλος
μεγάλος,
A). v. μέγας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγάλος
Headword (normalized):
μεγάλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλος
IDX:
65476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγάλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέγας</span> .</div> </div><br><br>'}