Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλοστάφυλος
μεγαλόσταχυς
μεγαλοστένακτος
View word page
μεγαλορρώξ
μεγᾰλο-ρρώξ, ρρῶγος,,
A). with large berries, βότρυς Str. 15.2.14 .


ShortDef

with large berries

Debugging

Headword:
μεγαλορρώξ
Headword (normalized):
μεγαλορρώξ
Headword (normalized/stripped):
μεγαλορρωξ
IDX:
65475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-ρρώξ</span>, <span class="foreign greek">ρρῶγος,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large berries</span>, <span class="quote greek">βότρυς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:15:2:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:15:2:14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 15.2.14 </a> .</div> </div><br><br>'}