Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
μεγαλοσμάραγος
μεγαλοσοφιστής
View word page
μεγαλορρημονία
μεγᾰλο-ρρημονία, ,
A). big talking, Sch. S. Ant. 1350 (pl.).


ShortDef

big talking

Debugging

Headword:
μεγαλορρημονία
Headword (normalized):
μεγαλορρημονία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλορρημονια
IDX:
65471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65472
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-ρρημονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">big talking</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg002.perseus-grc1:1350" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg002.perseus-grc1:1350/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ant.</span> 1350 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}